στίμμι

στίμμι
στίμμι or [full] στῖμι, ιος or εως, or ιδος, τό,
A powdered antimony, used for eye-paint, kohl, Erot., POxy.1088.10 (i A.D.), Plin.HN33.101, Aq., Sm., Thd.Is.54.11:—also [full] στίμμις or [full] στῖμις, , acc. στίμμιν Ion Trag.25, Antiph.189: also [full] στιμία, , Cyran.64: also [full] στίβι, LXX Je.4.30 (v.l. στίμη), Dsc.5.84 (v.l. στίμμι): acc. pl. στίβεις dub. l. in 1Enoch8.1. (Copt. stēm.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στίμμι — ιος, το / στῑμμι, ίμμιος, ΝΑ, και στίμμη, εως, η, και στίμι, εως, το, Ν, και στῑμι, ίμιος και στῑβι, ίβιος, και ως θηλ. στίμμις, εως ή ιδος και στῑμις, ίμεως και στιμία, Α 1. το ορυκτό αντιμόνιο 2. συνεκδ. μαύρη χρωστική ουσία που παρασκευαζόταν… …   Dictionary of Greek

  • στιβασμός — ὁ, Α η χρήση μαύρης χρωστικής από στίμμι για τον καλλωπισμό τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῖβι, άλλος τ. τού στίμμι* «χρωστική ουσία», κατά τα ουσ. σε (α)σμός από ρ. σε άζω] …   Dictionary of Greek

  • στιμμίζω — ΝΜΑ, και στιμίζω, και μέσ. τ. στιβίζομαι Α [στίμμι / στῑβι] βάφω τα βλέφαρα ή τα φρύδια με στίμμι μσν. μτφ. καθιστώ κάτι ευπρεπές ή λογικοφανές, ευτρεπίζω κάτι προκειμένου να εξαπατήσω κάποιον («ῥυθμῷ τὸ ψεῡδος στιμμίζουσιν», Θεοφύλ. Σ.) αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • υποστιμμίζω — Α βάφω με στίμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στιμμίζω «βάφω με στίμμι»] …   Dictionary of Greek

  • стивие — сурьма , цслав. стивие – то же. Из греч. στίβι, στίμμι, егип. происхождения (Мi. ЕW 323; Преобр. II, 386; Гофман, Gr. Wb. 337) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Antimony — This article is about the element. For the town, see Antimony, Utah. Not to be confused with Antinomy, a type of paradox. tin ← antimony → tellurium As ↑ Sb ↓ Bi …   Wikipedia

  • List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) …   Wikipedia

  • Антимонит — I см. Сурьмяный блеск. II или сурьмяный блеск. Красивые свинцово серые кристаллы ромбической системы, с металлическим блеском, имеют обыкновенно длинностолбчатую или игольчатую форму. Призматические плоскости обыкновенно продольно исчерчены,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Антимонит — I см. Сурьмяный блеск. II или сурьмяный блеск. Красивые свинцово серые кристаллы ромбической системы, с металлическим блеском, имеют обыкновенно длинностолбчатую или игольчатую форму. Призматические плоскости обыкновенно продольно исчерчены,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • περιστιμμίζω — Μ βάφω κάτι ολόγυρα με στίμμι, βάφω με μαύρο χρώμα γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στιμμίζω «βάφω»] …   Dictionary of Greek

  • πλατυόφθαλμος — η, ο / πλατυόφθαλμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πλατιούς οφθαλμούς αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλατυόφθαλμον είδος φυτού, το στίβι ή στίμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + ὀφθαλμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”